- λήψη
- η (AM λῆψις)1. το να παίρνει ή να πιάνει κάποιος κάτι στα χέρια του, πάρσιμο, αποδοχή, παραλαβή (α. «λήψη χρημάτων» β. «ἡ τοῡ μισθοῡ λῆψις», Πλάτ.)2. το να δέχεται κάποιος κάτι στον οργανισμό του (α. «λήψη τροφής» β. «λήψη ακτίνων» γ. «λήψη φαρμάκου»)νεοελλ.1. η συγκέντρωση πληροφοριών που εκπέμπονται από έναν πομπό ή διαβιβάζονται με κάποιο τηλεπικοινωνιακό μέσο στη θέση που λέγεται δέκτης2. φρ. «λήψη εικόνας» ή «λήψη σκηνής» ή, απλώς, «λήψη»α) (φωτογρ.-κινημ.) η πρώτη από τις φωτογραφικές λειτουργίες, που συνίσταται στην αποτύπωση τής εικόνας ή τής σκηνής πάνω στη φωτοπαθή επιφάνεια τού φωτογραφικού φιλμ ή τής κινηματογραφικής ταινίαςβ) (νομ.) «λῆψις αἰτίᾳ θανάτου» — καθετί που λαμβάνει κάποιος λόγω θανάτου άλλου προσώπουμσν.ανάληψη φροντίδας ή προστασίαςαρχ.1. το να λαμβάνει ή το να αρπάζει κάποιος κάτι, το πιάσιμο («αἱ καμπαὶ τῶν δακτύλων καλῶς ἔχουσι πρὸς τὰς λήψεις καὶ πιέσεις», Αριστοτ.)2. σύλληψη («τῶν κρατούντων ἀπορώτερος ἡ λῆψις», Θουκ.)3. κατάληψη, άλωση («τὴν λῆψιν τῆς πόλεως», Θουκ.)4. προσβολή από πυρετό ή από ασθένεια5. (στη λογ.) το να λαμβάνει κάποιος κάτι ως δεδομένο6. η επιλογή ενός θέματος σε ποίημα ή ενός τόνου σε μουσικό κομμάτι7. στον πληθ. αἱ λήψειςοι εισπράξεις («ὅταν τε λήψεις, ὁ μὲν οὐδέν, ὁ δὲ πολλὰ κερδαίνει», Πλάτ.)8. φρ. α) «τῇ ἡμετέρᾳ λήψει» — κατά την αντίληψή μας, από τη δική μας άποψηβ) «λῆψις τοῡ ζητουμένου» — ψευδώνυμος συλλογισμός κατά τον οποίο, προς απόδειξη μιας πρότασης, χρησιμοποιούνται ως προκείμενες αναπόδεικτες προτάσεις, οι οποίες προηγουμένως πρέπει να αποδειχθούνγ) «ἡ τοῡ κέντρου τοῡ ἐκκέντρου λῆψις» — ο προσδιορισμός τού κέντρου ενός έκκεντρου κύκλου.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ληψ- τού λαμβάνω (πρβλ. μέλλ. λήψομαι) + κατάλ. -σις].
Dictionary of Greek. 2013.